-
1 диапазон
1. (область изменения чего- л.) η εμβέλεια, η περιοχή, η ζώνη, η δέσμηлюбительский - рад. η συχνότητα ερασιτεχνών2. (объём, охват) το φάσμα 3. ав. о φάκελος πτήσης 4. (ошибок) вчт. η περιοχή ή τα περιθώρια των σφαλμάτων 5. муз. η διαπασών (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диапазон
-
2 порог
1. тех. το κατώφλιборовковый - мет. η ποδιά του ανοίγματοςвыходной мет. - της εξόδουнаправляющий гидр. - οδηγός2. (наименьшая величина, степень проявления чего-л.) το κατώτατο όριο- рекристаллизации температурный η (χαμηλότερη) θερμοκρασία ανακρυ-στάλλωσης)энергетический - ενεργειακό - 3 (каменистый поперечный выступ дна реки) η ξέρα (του ποταμού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порог
-
3 профилометр
(маш., мет.) το μηχάνημα ανίχνευσης των σημείων τραχύτητας της επιφάνειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилометр
См. также в других словарях:
Πάουελ, Σέσιλ Φρανκ — (Powell, Cecil Frank, Τόνμπριτζ 1903 – Σάνικο, λίμνη Κόμο 1969). Άγγλος φυσικός. Διηύθυνε την ομάδα των φυσικών του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ, η οποία ανέλαβε σημαντικές έρευνες για τις κοσμικές ακτίνες. Με τους συνεργάτες του επινόησε την πολύ… … Dictionary of Greek
ομογενοποίηση — και ομοιογενοποίηση, η 1. (μικρβλ.) μέθοδος που χρησιμοποιείται για εμπλουτισμό μικροβιοφόρου υλικού και διευκόλυνση τής ανίχνευσης τών μικροβίων 2. (μεταλργ.) η κατεργασία μετάλλου σε υψηλή θερμοκρασία και για αρκετό χρονικό διάστημα, με σκοπό… … Dictionary of Greek
ισότοπα — Ατομικοί πυρήνες που έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, και επομένως τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά διαφέρουν ως προς τον αριθμό των νετρονίων. Επειδή η ατομική μάζα καθορίζεται από το άθροισμα των πρωτονίων και των νετρονίων του πυρήνα, τα ι. έχουν … Dictionary of Greek
σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
θεολογία — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
θεολόγια — Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek